συναείδω

συναείδω
συνᾰείδω, poet. for συνᾴδω, Arat.752, Theoc.10.24, Hymn. in IG42(1).131.3 (Epid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναείδω — Α (ποιητ. τ.) βλ. συνάδω …   Dictionary of Greek

  • συνάδω — συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α 1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. (συν. τριτοπρόσ.) συνάδει αρμόζει, ταιριάζει αρχ. εξυμνώ από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ᾄδω / ἀείδω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”